Κλέων Τριανταφύλλου, (1885–1944) (ATTIC)
Ο , alias Κλέων Τριανταφύλλου, (1885–1944) ήταν γόνος πλούσιας αστικής οικογένειας ομογενών της Αιγύπτου. Ο πατέρας του Δημήτρης Τριανταφύλλου ήταν επιφανής βαμβακοπαραγωγός και έμπορος, ενώ η μητέρα του Εριθέλγη Ραπτάκη ήταν κόρη του πολιτικού Δημήτριου Ραπτάκη, που για 30 χρόνια υπήρξε βουλευτής του Ριζοσπαστικού Κόμματος, με αγωνιστικό πνεύμα, καλλιτεχνικές ανησυχίες2 και αγάπη για την μόρφωση, χαρακτηριστικά που κληροδότησε στην κόρη του. Το ζευγάρι απέκτησε τέσσερα παιδιά, τον Κίμωνα, τον Κλέωνα, την Νόρα και την Κορίννα, που μεγάλωσαν μέσα στο ιδιαίτερο περιβάλλον των ευκατάστατων Ελλήνων της Αιγύπτου, που, επηρεασμένο από τα γαλλικά πρότυπα, δίνει μεγάλη σημασία στην μόρφωση και μάλιστα στην μουσική παιδεία. Η Εριθέλγη, που είναι επιφορτισμένη με την ανατροφή των παιδιών, φροντίζει πολύ νωρίς να δεχτούν μαθήματα πιάνου και φλάουτου και οργανώνει τακτικά αυτοσχέδια οικογενειακά κονσέρτα μουσικής δωματίου. Τα ειδυλλιακά αυτά παιδικά χρόνια στην Αίγυπτο σκιάζονται ωστόσο από ένα δράμα που σημαδεύει τον Αττίκ: η μικρότερη αδελφή του Νόρα σε ηλικία 4 χρονών, εμφανίζει τα πρώτα δείγματα μιας βαριάς αρρώστιας, που θα της φέρει αργότερα παράλυση και τελικώς θάνατο. Στο μεταξύ, όταν ο Κλέων είναι μόλις 8 χρονών3 , χάνει τον πατέρα του και ο κόσμος του ολόκληρος καταρρέει. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, η οικογένεια αναγκάζεται να εγκαταλείψει οριστικά την Αίγυπτο και να μετακινηθεί στην Αθήνα. Το 1902 οι Τριανταφύλλου εγκαθίστανται στο ιδιόκτητο σπίτι τους στην Πατησίων. Η πατρική περιουσία είναι τόσο σημαντική, που τους επιτρέπει μια ζωή κοσμική, άνετη και ανέμελη. Ο Κλέων συνεχίζει τις μουσικές σπουδές στο Ωδείο Αθηνών στο πιάνο και στο φλάουτο και τιμάται με έπαινο για τις επιδόσεις του το 1904. Παράλληλα, τόσο ο ίδιος όσο και ο αδελφός του Κίμων φοιτούν στο τμήμα της Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ’ όπου ο Κλέων αποφοιτά το 1906. Με την προτροπή της μητέρας τους, τα αδέρφια μετακινούνται στην Γαλλία, προκειμένου να συνεχίσουν τις σπουδές τους στις Πολιτικές Επιστήμες.
Το 1907 φτάνουν στο Παρίσι, όπου ξεκινά μια καινούργια σελίδα στην ζωή τους. Η μουσική ζωή της πόλης του φωτός τους εντυπωσιάζει τόσο, ώστε εγγράφονται στο Conservatoire de Paris, αποφασισμένοι να ακολουθήσουν το επάγγελμα του μουσικού. Η επιστολή με την οποία η μητέρα τους μαθαίνει πως δεν θα συνεχίσουν τις σπουδές της Νομικής, προκύπτει ως κεραυνός εν αιθρία. Παρά την αντίρρησή της όμως, δεν στέκεται εμπόδιο στην επιθυμία τους. Έτσι ο Κίμων σπουδάζει Μονωδία και Μελοδραματική, ενώ ο Κλέων παρακολουθεί μαθήματα αρμονίας στο τμήμα του Émile Pessard και σπουδάζει ανώτερα θεωρητικά κοντά στους Penard, Georges Caussade και Camille Saint-Saëns. Ανακαλύπτει την αγάπη του για την όπερα και τον Πουτσίνι, συχνάζει στην όπερα, πράγμα που δεν τον εμποδίζει να εμπνέεται σφόδρα από την οπερέτα, το γαλλικό τραγούδι, το café-théâtre, το μιούζικ χολ. Πραγματικός bon viveur, σπαταλά πολλά χρήματα για να ζει μια έντονη ζωή με θυελλώδεις έρωτες, αλλά και με έντονη δημιουργικότητα: αρχίζει να γράφει μουσική.
Το πρώτο του γαλλικό τραγούδι ονομάζεται Malgré tout («Παρόλα αυτά») και εμπνέεται από τον έρωτά του για μια Jeannette, αγνώστων λοιπών στοιχείων. Ακολουθεί πλήθος έργων, όπερες, οπερέτες, επιθεωρήσεις και τραγούδια με γαλλικούς στίχους: Lorsque, Nocturne, Sanglots, La dernière lettre, Ne fallait pas, και πολλά άλλα, τα οποία υπογράφει ως Cléon Triandafyl4 . Το 1908 οι Editions Universelles τον περιλαμβάνουν στους βασικούς συνθέτες με τους οποίους συνεργάζονται, και το συμβόλαιο που υπογράφει μαζί τους τον δεσμεύει για αρκετά χρόνια. Τα χρόνια αυτά φέρνουν και τον πρώτο μεγάλο του έρωτα, την Marie-Hélène Ruf. Συζούν πανευτυχείς αρκετό καιρό, μέχρι την γέννηση του παιδιού τους, το 1909, οπότε παντρεύονται με τις ευλογίες της οικογένειας Τριανταφύλλου, που είναι έντονα θορυβημένη από την άστατη ζωή του Κλέωνα. Δυστυχώς όμως η οικογενειακή αρμονία δεν κρατά πάνω από έναν χρόνο: το μονάκριβο αυτό παιδί πεθαίνει προκαλώντας πόνο τόσο σφοδρό, που η μητέρα του το ακολουθεί στον τάφο έξι μήνες μετά. Ο Αττίκ δεν θα ξεπεράσει ποτέ αυτή τη διπλή απώλεια, ούτε και θα αποκτήσει ποτέ άλλο παιδί. Σε όλη του τη ζωή τρέφει έκτοτε μια εντελώς πατρική στάση απέναντι σε όλες τις ενζενύ με τις οποίες συνεργάζεται. Έχει την εμμονή να τις αποκαλεί «παιδιά-θαύματα», δεν είναι σπάνιο δε να τις περιβάλλει με λατρεία κι προσήλωση, σε σημείο που να προκαλεί την αντιζηλία των συντρόφων του5 .
Αυτή δεν είναι όμως η μόνη συμφορά. Στην Αθήνα, η Εριθέλγη αδυνατεί να διαχειριστεί την οικογενειακή περιουσία. Τα λάθη επιβαρύνονται από την σπάταλη ζωή των αδελφών Τριανταφύλλου στο Παρίσι και το 1911 επέρχεται πλήρης οικονομική κατάρρευση. Ο Κλέων και ο Κίμων αναγκάζονται να εργαστούν, προκειμένου να καλύψουν τις προσωπικές και οικογενειακές ανάγκες. Το μόνο θετικό στοιχείο στον σκοτεινό αυτό πίνακα είναι η επιτυχία που ο Κλέων γνωρίζει πλέον στο Παρίσι. Τα τραγούδια του (όχι λιγότερα από 300 στο διάστημα της εκεί διαμονής του, μεταξύ 1907 και 1913) είναι πασίγνωστα και όλοι οι διάσημοι καλλιτέχνες της εποχής θέλουν να τραγουδήσουν τις συνθέσεις του, που ακούγονται στις πιο δημοφιλείς μουσικές σκηνές: Le Grelot, Le Caveau de la Republique, Le Grillon, Luna Parc Cinéma, Tam-Tam, Cabaret-Concert, Music Hall, Riby, Le Cursal κ.α.
Η επιτυχία αυτή είναι παρηγοριά για την οικογένεια Τριανταφύλλου που περνά δύσκολες ώρες, καθώς η υγεία της Νόρας χειροτερεύει. Αποφασίζεται λοιπόν η μετεγκατάσταση στο Παρίσι. Ταυτόχρονα, ο Αττίκ επανασυνδέεται με την Αθήνα, συνεργαζόμενος με τον Πολύβιο Δημητρακόπουλο6 , με τον οποίο συνυπογράφουν την επιθεώρηση «Ο Κινηματογράφος» το 1910. Εκεί γνωρίζει τον δεύτερο μεγάλο του έρωτα, την ηθοποιό Μαρίκα Φιλιππίδου, με την οποία παντρεύεται τον ίδιο χρόνο.
Το θρυλικό «Είδα μάτια», που του εμπνέει ο έρωτας αυτός, εδραιώνει την καλλιτεχνική του παρουσία στην Ελλάδα. Στο μεταξύ, στο Παρίσι η υγεία της Νόρας επιδεινώνεται και το οικογενειακό συμβούλιο αποφασίζει άμεση επιστροφή στην Ελλάδα. Στο τρένο του γυρισμού συντελείται η μοιραία συνάντηση της νεόνυμφης ακόμα Μαρίκας με τον ίλαρχο Σταμάτη Μερκούρη7 , που θα εξελιχθεί σε σφοδρό έρωτα και θα την σπρώξει να εγκαταλείψει το γάμο της το 1914. Λίγο αργότερα, η Νόρα εισάγεται στο Άσυλο Ανιάτων, όπου καταλήγει, σε ηλικία 23 ετών. Μετά το διπλό ψυχολογικό αυτό χτύπημα, ο Αττίκ επενδύει όλες του τις δυνάμεις σε μια μεγάλη τουρνέ, που ξεκινά από την Πελοπόννησο το 1914, και καταλήγει στην Ρωσία το 1917, με σημαντικούς ενδιάμεσους σταθμούς, όπως η Κωνσταντινούπολη και το Βουκουρέστι. Η επιτυχία είναι μνημειώδης, ιδιαίτερα στη Ρωσία, όπου ο καλλιτέχνης εμφανίζεται σε μεγάλα θέατρα, ακόμα και στο τσαρικό παλάτι, και αποθεώνεται από την απαιτητική και πλήρως εξευρωπαϊσμένη ρωσική ελίτ. Είναι η περίοδος που τον κερδίζει ο ελληνικός στίχος και που αναλαμβάνει ο ίδιος την ερμηνεία των συνθέσεών του, ως ολοκληρωμένος chansonnier. Η υπογραφή του γίνεται οριστικά ATTIC8 , ψευδώνυμο το οποίο χρησιμοποιεί στη Γαλλία από το 1913. Η ζωή του στην Ρωσία είναι και πάλι θυελλώ- δης,κομίζοντάς του μια νέα σύντροφο, με την οποία θα μοιραστεί το υπόλοιπο της ζωής του. Πρόκειται για τη Choura, μια νεαρή χορεύτρια που θα τον ακολουθήσει στην Ελλάδα με μυθιστορηματικές περιπέτειες: το ξέσπασμα της Ρωσικής Επανάστασης θα τον αναγκάσει να την φυγαδεύσει στην Αθήνα, ενώ ο ίδιος επιστρέφει στην Ρωσία, δεσμευμένος από τα συμβόλαια που τον κρατούν εκεί μέχρι το 1919. Ο δεσμός αυτός θα επισημοποιηθεί το 1926 και η Choura θα παραμείνει η σύντροφός του μέχρι τέλους. Μετά την Ρωσία εγκαθίσταται πλέον μόνιμα στην Ελλάδα. Το 1928 θα σχηματίσει με τον αδερφό του Κίμωνα και την αδερφή του Κορίννα ένα μουσικό σχήμα, που το ονομάζουν Τρίο Τριανταφύλλου. Οι εμφανίσεις γίνονται στα κτήματα Τριανταφύλλου στο Φάληρο, όπου δημιουργούν μια μπουάτ στο σπίτι του κηπουρού. Το πρόγραμμα αποτελείται από ξενόγλωσσα Lied και τα γαλλικά τραγούδια του Αττίκ. Το σχήμα αυτό θα έχει επιτυχία, αλλά δεν θα κρατήσει για πολύ καιρό. Οι πηγές δεν διευκρινίζουν γιατί. Ακολουθούν συνθέσεις και ζωντανές εμφανίσεις σε διάφορα μαγαζιά της Αθήνας, για τις οποίες ο Αττίκ πληρώνεται αδρά. Όμως, δεν είναι ευχαριστημένος από τις συνθήκες εργασίας και αποφασίζει το 1930 να δημιουργήσει έναν δικό του χώρο, «να κάνει ένα θεατράκι πρωτότυπο», όπως χαρακτηριστικά λέει ο ίδιος9 . Κι έτσι σε συνεργασία με τους Δ. Ευαγγελίδη, Α. Βώττη και Π. Χόρν, ανοίγει την «Μάντρα του Αττίκ» στις 13 Αυγούστου του 1930, σε ένα υπαίθριο θέατρο της οδού Μεθύμνης (Πλατεία Αμερικής). Το 1935, μετά από μια μεγάλη περιοδεία στην Αίγυπτο, ανοίγει την δεύτερη «Μάντρα» στο υπαίθριο θέατρο «Δελφοί» της οδού Αχαρνών. Η «Μάντρα» θα κλείσει οριστικά το 1940 με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, που όπως χαρακτηριστικά λέει ο ίδιος «Έκτοτε δεν άνοιξε πλέον η Μάντρα από έλλειψι διανοούμενου κοινού, που, ως γνωστόν, αποτελούσε πάντοτε το πλήρωμα του κλυδωνιζόμενου θεάτρου μου»10. Ο Αττίκ γνωρίζει μεγάλη επιτυχία μέσα από την «Μάντρα», τα τραγούδια του γίνονται πασίγνωστα και το σχήμα περιοδεύει σε όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό. Από την «Μάντρα» πέρασαν πολλοί καλλιτέχνες, που αργότερα εδραιώθηκαν στον καλλιτεχνικό χώρο: Νίκος Μοσχονάς, Ορέστης Λάσκος, Μίμης Τραϊφόρος, Καλή Καλό, Πάολα, Μπέμπα Δόξα, Δανάη, Κάκια Μενδρή, Νινή Ζαχά, Καίτη Ντιριντάουα, Τάσος Βάμπαρης, Λουίζα Ποζέλι, Ζωή Νάχη, Καίτη Επισκόπου, Πύρρος Χρονίδης, Μιχάλης Κορώνης, Βέρα Βάντα και πολλοί άλλοι. Έπειτα ακολουθεί η Γερμανική Κατοχή. Ο Αττίκ θα αναγκαστεί να υποθηκεύσει το σπίτι του και να πουλήσει προσωπικά αντικείμενα αξίας για να επιβιώσει. Παρόλα αυτά δεν σταματά να δημιουργεί. Το 1943 εμφανίζεται στο Αλκαζάρ και στα Παναθήναια. Στις αρχές του 1944 πρωταγωνιστεί και γράφει μουσική για την ταινία Τα Χειροκροτήματα του Γιώργου Τζαβέλλα, η οποία είναι εμπνευσμένη από την ζωή του ίδιου του Αττίκ. Αλλά φαίνεται πως η ψυχική ηρεμία του είναι δια παντός κλονισμένη: η σύζυγος φαίνεται πως αρνείται κατηγορηματικά να αποδεχτεί την μικρή Κωστέλλα που εκείνος θέλει να υιοθετήσει, ζητώντας να ανασυστήσει ένα οικογενειακό περιβάλλον που έχει στερηθεί. Αντιμάχεται μάλιστα πεισματικά τη βούλησή του να την συμπεριλάβει στην διαθήκη του. Ακόμα ένα σκοτεινό επεισόδιο της ταραγμένης του προσωπικής ζωής, για το οποίο έχουμε ελάχιστες πληροφορίες11. Λίγο καιρό αργότερα θα βρεθεί νεκρός στο σπίτι του από υπερβολική δόση του υπνωτικού Βερονάλ. Η ιατροδικαστική έκθεση αποδίδει τον θάνατο σε λάθος δοσολογίας. Η Δανάη Στρατηγοπούλου όμως είναι πεπεισμένη ότι πρόκειται για αυτοκτονία. Στο βιβλίο της αφιερώνει πολλές σελίδες για να ξετυλίξει ένα ολόκληρο κουβάρι από δυσάρεστα γεγονότα που προηγούνται του θανάτου του καλλιτέχνη. Ιδιαίτερη σημασία δίνει ανάμεσά τους στον εξευτελισμό και ξυλοδαρμό του από κάποιον Γερμανό στρατιώτη, αφορμή που θεωρεί ότι κλόνισε την εύθραυστη ψυχολογία του και τον οδήγησε στο απονενοημένο του διάβημα12.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
2 O Δημήτριος Ραπτάκης ήταν ερασιτέχνης ζωγράφος και έπαιζε φλάουτο. Βλ. Κ. Μυλωνάς, Ελληνική Μουσική-Ιστορικά Ορόσημα, σελ. 99. 3 Η πληροφορία αυτή δίνεται από την Δανάη Στρατηγοπούλου ό.π., σελ. 39. Δεν στάθηκε δυνατό ωστόσο να την διασταυρώσουμε με άλλες πηγές
4 Σύμφωνα με τη Δ. Στρατηγοπούλου, (Αττίκ, ό.π., σελ. 83), ο Αττίκ περικόπτει την κατάληξη του επωνύμου του διότι οι Γάλλοι τονίζουν τη λήγουσα και filou στα γαλλικά σημαίνει λωποδύτης.
5 Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η σχέση του με την Λουίζα Ποζέλι, η οποία υπήρξε θυελλώδης και συζητήθηκε πολύ στους τότε αθηναϊκούς κύκλους. Η Δ. Στρατηγοπούλου, (Αττίκ, ό.π., σελ. 137) στο βιβλίο της περιγράφει μια σχέση πατέρα-κόρη πολύ δυνατή, που τελείωσε απότομα και άδοξα όταν ο πατέρας της μικρής, την απομάκρυνε από τον θίασο, για να εργασθεί σε έναν άλλο θίασο με μεγαλύτερο κασέ. Η πράξη αυτή συγκλόνισε τον καλλιτέχνη, που από τότε δεν ξαναείδε «το παιδί της ψυχής του», όπως την αποκαλούσε. 6 Ο Πολύβιος Δημητρακόπουλος (1864-1922) υπήρξε θεατρικός συγγραφέας, μυθιστοριογράφος, ποιητής, δημοσιογράφος και ευθυμογράφος. Θεωρήθηκε ένας από τους διαμορφωτές της Αθηναϊκής Επιθεώρησης και ήταν ένας από τους ιδρυτές της Εταιρίας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων. Επίσης ήταν γνωστός και με το φιλολογικό όνομα Πολ Αρκάς. 7 Πρόκειται για τον πατέρα της Μελίνας Μερκούρη.
8 Σύμφωνα με τη Δ. Στρατηγοπούλου (ό.π., σελ. 83-84), το ψευδώνυμο έχει στόχο να ανακαλέσει την ελληνική (αττική) του καταγωγή, αποφεύγοντας ωστόσο το κακόηχο Grec, που ως γνωστόν ερμηνεύεται και ως κλέφτης. 9 Αυτόθι, σελ.126-127.
10 Λ. Λιάβας, Το Ελληνικό Τραγούδι από το 1821 έως την δεκαετία του 1950, Εμπορική Τράπεζα Ελλάδος, Αθήνα 2009, σελ.153. 11 Δ. Στρατηγοπούλου, ό.π.,σελ.207.
Πηγή: Πτυχιακή εργασία της Αικατερίνης Βασιλείου